
Ορισμός- Αιτιολογία
Ως φίμωση ονομάζουμε την κατάσταση κατά την οποία δεν είναι δυνατή η αποκάλυψη της βαλάνου με την προς τα πίσω έλξη της ακροποσθίας. Ακροποσθία είναι το δέρμα που καλύπτει την βάλανο και βάλανος είναι το «κεφάλι» του πέους. Το συχνότερο αίτιο της κατάστασης αποτελεί η χρόνια φλεγμονή, συνεπεία κακής τοπικής υγιεινής. Παρατηρείται επίσης σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη λόγω χρόνιας φλεγμονής βαλάνου και ακροποσθίας, που έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη ινώδους συνδετικού ιστού (σαν ουλή) στην ακροποσθία που εμποδίζει την αποκάλυψη της βαλάνου, συχνά δε αποτελεί αρχικό σύμπτωμα της νόσου. Σπανιότερα, η φίμωση είναι δυνατόν να υποκρύπτει νεόπλασμα του πέους και για αυτό το λόγο πρέπει να χειρουργείται και να αποκαλύπτεται η βάλανος για σωστή επισκόπηση.
Στα παιδιά ηλικίας μέχρι και 3 ετών σπανίως παρατηρείται αληθής φίμωση. Κατά τη γέννηση το έσω πέταλο της ακροποσθίας συμφύεται με τη βάλανο στη συντριπτική πλειονότητα των νεογνών (96%). Μέχρι την ηλικία των 4 ετών μεγαλώνει ο χώρος μεταξύ βαλάνου και ακροποσθίας και λύονται οι συμφύσεις, έτσι ώστε στην ηλικία των 3 ετών φίμωση παρατηρείται στο 10% και μετά την εφηβεία σε λιγότερο από 1%. Λόγω αυτών των δεδομένων, θα πρέπει να αποφεύγεται η επίμονη και βίαιη απόπειρα έλξης της ακροποσθίας σε παιδική ηλικία για να αποκαλυφθεί η βάλανος, που συνηθίζεται να συνιστάται ακόμα και από παιδιάτρους. Αυτό, γιατί αφενός μεν αποτελεί περιττό χειρισμό μιας και στην συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών το πρόβλημα θα υποχωρήσει μόνο του και αφετέρου επειδή υπάρχει ο κίνδυνος της πρόκλησης παραφίμωσης (θα αναφερθούμε παρακάτω για αυτή την κατάσταση) ή τραυματισμού της ακροποσθίας με αποτέλεσμα την ίνωσή της και τη δημιουργία πραγματικής φίμωσης.
Πιθανά προβλήματα
Η φίμωση μπορεί να προκαλέσει προβλήματα τόσο στην ούρηση, όσο και στη σεξουαλική δραστηριότητα. Στην βάλανο του πέους βρίσκονται μια πλειάδα νευρικών απολήξεων που διεγείρονται κατά την διάρκεια της σεξουαλική επαφής με αποτέλεσμα μη αποκάλυψη αυτής να μειώνει την απόλαυση της σεξουαλικής επαφής. Επίσης μπορεί να οδηγήσει σε άρνηση επαφής ή στυτική δυσλειτουργία λόγω πόνου κατά την στύση. Επιπροσθέτως, θεωρείται προδιαθεσικός παράγοντας για την ανάπτυξη καρκίνου του πέους, λοιμώξεων ουροποιητικού, καθώς και σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων. Ο καρκίνος του πέους αναπτύσσεται σχεδόν αποκλειστικά σε άντρες που δεν έχουν υποβληθεί σε περιτομή, φαίνεται όμως ότι σε αυτό συμμετέχει και η κακή τοπική υγιεινή.
Θεραπεία
Η θεραπεία της φίμωσης είναι η περιτομή. Πρόκειται για μια επέμβαση όπου αφαιρείται κυκλοτερώς τμήμα της ακροποσθίας και ακολουθεί πλαστική αποκατάσταση και συρραφή της περιοχής. Οι επιπλοκές της περιτομής είναι σπάνιες, με πιο συνηθισμένες από αυτές το αιμάτωμα, τη διαπύηση του χειρουργικού τραύματος και τη στένωση του έξω στομίου της ουρήθρας και την υποτροπή της φίμωσης.
ΠΑΡΑΦΙΜΩΣΗ
Η παραφίμωση δεν έχει σχέση με την φίμωση καθώς είναι μιας εντελώς ξεχωριστή οντότητα. Είναι η κατάσταση κατά την οποία δεν είναι εφικτή η επαναφορά της ακροποσθίας στη φυσιολογική της θέση μετά την έλξη της προς τα πίσω για την αποκάλυψη της βαλάνου. Το αποτέλεσμα είναι η παρεμπόδιση της φλεβικής αποχέτευσης από την ακροποσθία και τη βάλανο, με την πρώτη να στραγγαλίζει τη δεύτερη. Συνέπεια είναι η επώδυνη διόγκωση της βαλάνου και της ακροποσθίας (σαν σαμπρέλα γύρω από το κεφάλι του πέους) και υπάρχει ο κίνδυνος νέκρωσης της βαλάνου σε σπάνιες περιπτώσεις.
Η παραφίμωση έχει χαρακτηριστική κλινική εικόνα και συχνά είναι ιατρογενής, μετά από αποκάλυψη της βαλάνου με σκοπό την επισκόπησή της ή την τοποθέτηση καθετήρα ουρήθρας και αμέλεια επανατοποθέτησης της ακροποσθίας στη φυσιολογική της θέση αλλά μερικές φορές και μετά από σεξουαλική επαφή.
Χρήζει άμεσης ανάταξης (επαναφοράς στην αρχική της θέση) που μπορεί να επιτευχθεί με κατάλληλο χειρισμό. Υπάρχει πιθανότητα να απαιτηθεί πίεση λίγων λεπτών με τα χέρια γύρω από την οιδηματώδη περιοχή με στόχο την ελάττωση του οιδήματος και την ανάταξη της ακροποσθίας. Το οίδημα μπορεί να ελαττώσει η τοποθέτηση πάγου στην πάσχουσα περιοχή. Σε περίπτωση αποτυχίας του χειρισμού αυτού επιβάλλεται χειρουργική ανάταξη.