•    Εθνικής Αντιστάσεως 10, 15351, Παλλήνη
  •    210 66 64 324
  •    6947 564 319
  •    info@minu.gr

Καλοήθης υπερπλασία προστάτη

Γενικά

Ο προστάτης αδένας ονομάστηκε έτσι λόγω του γεγονότος ότι «προΐσταται» της ουροδόχου κύστεως. Αποτελείται από την περιφερική, την κεντρική και την μεταβατική ζώνη. Η ΚΥΠ εμφανίζεται στην μεταβατική ζώνη. Η καλοήθης υπερπλασία του προστάτη είναι ακρίβως αυτό που αναφέρει και ο τίτλος της: Είναι καλοήθης που σημαίνει ότι δεν έχει κίνδυνο να μεταλλαγεί σε καρκίνο και υπερπλασία που σημαίνει μεγάλη ανάπτυξη των κυττάρων που αποτελούν τον προστάτη, αποτελεί δε το συχνότερο καλόηθες νόσημα στον άντρα.

Οι αιτιολογικοί παράγοντες που οδηγούν στην ΚΥΠ δεν έχουν αποσαφηνιστεί πλήρως. Κατά καιρούς έχουν ενοχοποιηθεί το κάπνισμα, η παχυσαρκία, η αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ χωρίς όμως κανένας από αυτούς να έχει αποδειχθεί επιστημονικά. Αντίθετα παράγοντες που σχετίζονται με την ΚΥΠ είναι η αυξημένη ηλικία, τα επίπεδα ορμονών στο αίμα των ασθενών, ενώ η κληρονομικότητα φαίνεται να σχετίζεται με την νόσο αυτή μιας και οι συγγενείς πρώτου βαθμού ασθενών με ΚΥΠ έχουν 4 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν την νόσο και οι ίδιοι.

Τα κυριότερα συμπτώματα της ΚΥΠ διαχωρίζονται σε αποφρακτικά και ερεθιστικά. Στα αποφρακτικά περιλαμβάνονται η διστακτικότητα στην ούρηση (δεν ξεκινάει η ούρηση αμέσως) η παράταση του χρόνου ούρησης ( για την ίδια ποσότητα ούρων απαιτείται μεγαλύτερη παραμονή στην τουαλέτα) η μείωση της ακτίνας ροής ( μείωση του τόξου που κάνουν τα ούρα), το αίσθημα ατελούς κένωσης της ουροδόχου κύστης (ο ασθενής νιώθει ότι η κύστη του δεν έχει αδειάσει πλήρως) και η στραγγουρία (τα ούρα βγαίνουν σε σταγόνες). Αντίθετα τα ερεθιστικά συμπτώματα περιλαμβάνουν την συχνουρία (συχνές ουρήσεις σχετικά μικρότερων ποσοτήτων ούρων), η επιτακτική ούρηση (ο ασθενής νιώθει ότι δεν κρατιέται και πρέπει να τρέξει στην τουαλέτα), η νυκτουρία (ο ασθενής ξυπνά γιατί πρέπει να ουρήσει) και η καυσουρία (τσούξιμο κατά την ούρηση). Τα παραπάνω συμπτώματα μπορεί να εμφανίζονται μόνα τους ή να συνδυάζονται και η βαρύτητά τους ποικίλει από ασθενή σε ασθενή ενώ η βαρύτητά τους δεν σχετίζεται απαραίτητα με το μέγεθος του προστάτη.

Λόγω του γεγονότος ότι τα συμπτώματα αυτά μπορεί να συνυπάρχουν και σε άλλες παθολογικές καταστάσεις η εξέταση από ουρολόγο είναι απαραίτητη. Στην διάγνωση πιθανώς να απαιτηθούν εκτός από την λήψη του ιστορικού και την κλινική εξέταση (η οποία περιλαμβάνει και δακτυλική εξέταση) και εργαστηριακές (π.χ PSA και γενική ούρων) και απεικονιστικές εξετάσεις (π.χ. υπερηχογράφημα). Εφόσον η διάγνωση τεθεί τότε θα αποφασιστεί από τον ιατρό σε συνεργασία με τον ασθενή το θεραπευτικό πλάνο.

Θεραπεία

Η θεραπεία της καλοήθους υπερπλασίας του προστάτη εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Ο κυριότεροι από αυτούς είναι η βαρύτητα των συμπτωμάτων (η οποία καθορίζεται με την συμπλήρωση του κατάλληλου ερωτηματολογίου από τον ασθενή) και το μέγεθος του προστάτη. Τα συμπτώματα λαμβάνουν μια βαθμολόγηση η οποία τα κατατάσσει σε ήπια, μέτρια και σοβαρά. Ανεξάρτητα από τα παραπάνω και εφόσον δεν συνυπάρχουν άλλοι επιβαρυντικοί παράγοντες η έναρξη της θεραπείας της νόσου είναι φαρμακευτική. Οι επιβαρυντικοί παράγοντες είναι οι εξής:

  • Μακροσκοπική αιματουρία
  • Υποτροπιάζοντα επεισόδια επίσχεσης ούρων ( όταν ο ασθενής δεν μπορεί να ουρήσει από μόνος του και πονάει έντονα)
  • Υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις
  • Λιθίαση (πέτρες) ουροδόχου κύστεως
  • Εκκολπώματα ουροδόχου κύστεως
  • Νεφρική ανεπάρκεια (λόγω μεγάλης διάτασης της αποχετευτικής μοίρας των νεφρών που οφείλεται σε κακή παροχέτευσης των ούρων)

Εφόσον η συμπτωματολογία είναι ήπια προτείνεται στον ασθενή αλλαγή της καθημερινότητάς του η οποία περιλαμβάνει αύξηση λήψης υγρών εφόσον είναι εφικτό, αύξηση της σωματικής άσκησης, ελάττωση ή διακοπή του καπνίσματος, ελάττωση της κατανάλωσης αλκοόλ, αποφυγή καρυκευμάτων στην διατροφή, αποφυγή λήψης υγρών 1-2 ώρες πριν τον ύπνο και περιορισμό της κατανάλωσης καφεΐνης.

Εφόσον τα παραπάνω δεν είναι δραστικά ή εφόσον η συμπτωματολογία είναι πιο σοβαρή τότε επιλέγεται η φαρμακευτική αγωγή η οποία περιλαμβάνει διάφορους παράγοντες (a blockers, αναστολείς 5α ρεδουκτάσης, αντιμουσκαρινικά) και συνδυασμούς αυτών. Η κάθε φαρμακευτική ουσία από αυτές έχει διαφορετικό τρόπο δράσης και απαιτείται μεγάλο διάστημα λήψης για να βελτιώσουν την συμπτωματολογία του ασθενούς. Αξίζει δε να τονιστεί ότι διάφορα σκευάσματα που κυκλοφορούν στην αγορά (φυτικά κλπ) δεν έχουν αποδείξει ούτε την αποτελεσματικότητά τους ούτε την ασφάλειά τους σε μεγάλες επιστημονικές μελέτες οπότε δεν συστήνονται.

Εφόσον συνυπάρχει κάποιος από τους επιβαρυντικούς παράγοντες ή εφόσον η φαρμακευτική αγωγή αποτύχει τότε και μόνο τότε έχει ένδειξη η χειρουργική θεραπεία. Με την πρόοδο της τεχνολογίας ανεπτύχθησαν νέες ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές για την αφαίρεση του προστάτη που τείνουν να αντικαταστήσουν τις παλαιότερες ανοιχτές επεμβάσεις. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται η κλασσική διουρηθρική προστατεκτομή, η μέθοδος TURIS, η Laser προστατεκτομή κλπ. Ανεξάρτητα της μεθόδου που θα χρησιμοποιηθεί η χειρουργική θεραπεία δίδει τα καλύτερα αποτελέσματα σε σχέση με τις υπόλοιπες θεραπείες αλλά δεν στερείται επιπλοκών για τις οποίες ο ασθενής θα πρέπει να ενημερώνεται ενδελεχώς προτού αποφασίσει την διενέργειά της.

1.Υπάρχει σχέση μεταξύ καλοήθους υπερπλασίας του προστάτη και καρκίνου του προστάτη?

Είναι καλοήθης νόσος και δεν μεταλλάσσεται σε καρκίνο. Ωστόσο επειδή η διαφορική διάγνωση (από άλλες παθολογικές καταστάσεις με τα ίδια συμπτώματα) είναι δύσκολη η εξέταση από ουρολόγο είναι σημαντική.

2.Εφόσον υπάρχουν συμπτώματα του προστάτη απαιτείται πάντα χειρουργική επέμβαση?

Η χειρουργική θεραπεία έχει συγκεκριμένες ενδείξεις και δεν πρέπει να αποφασίζεται με γνώμονα την βαρύτητα των συμπτωμάτων και το μέγεθος του προστάτη. Η φαρμακευτική αγωγή μπορεί να είναι αρκετά αποτελεσματική στην αντιμετώπιση της νόσου για πολλά χρόνια.

3.Ποια τα πλεονεκτήματα των ελάχιστα επεμβατικών τεχνικών?

Νεώτερες ελάχιστα επεμβατικές μέθοδοι υπόσχονται εξαιρετικά αποτελέσματα μετά το χειρουργείο με ελάττωση των ημερών παραμονής τους καθετήρα της κύστεως, της αιμορραγίας και των ημερών παραμονής στο νοσοκομείο